- ντρίλλι
- το рогожка (ткань)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ντρίλλι — το βλ. δρίλλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. drill, υποχωρητ. σχηματ. τού drilling < γερμ. Drillich «βαμβακερό ύφασμα με τριπλή ύφανση» (κατ επίδραση τού αρχ. άνω γερμ. drῑ «τρία») < λατ. trilix < tri «τρία» + lix (< licium «κλωστή»)] … Dictionary of Greek
δρίλλιο — και ντρίλλι, το είδος βαμβακερού υφάσματος, με το οποίο κατασκευάζονται φθηνά ρούχα, τραπεζομάντηλα κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. drille] … Dictionary of Greek